- χρονιάζω
- Ν(αμτβ.)1. συμπληρώνω ένα έτος («χρόνιασε η γιαγιά» — συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τον θάνατο τής γιαγιάς)2. γίνομαι ενός έτους («χρόνιασε το μωρό»).[ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνια, ετερκλ. πληθ. τού χρόνος*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρονιάζω — χρόνιασα, γίνομαι ενός έτους, συμπληρώνω το πρώτο έτος: Χρόνιασε ο μακαρίτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρόνιασμα — το, Ν [χρονιάζω] το αποτέλεσμα τού χρονιάζω, η συμπλήρωση, η παρέλευση ενός έτους … Dictionary of Greek
χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… … Dictionary of Greek
χρονίζω — χρόνισα 1. χρονιάζω, γίνομαι ενός έτους. 2. χρονοτριβώ, βραδύνω, καθυστερώ: Χρονίζουν οι προαγωγές. 3. για τις ασθένειες, γίνομαι χρόνιος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)